νητρεκής

νητρεκής
νητρεκής, -ές (Α)
πραγματικός, αληθινός.
επίρρ...
νητρεκῶς (Α)
με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη-* + -τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku- «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω, στρεβλώνω»), βλ. και λ. ατρεκής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νητρεκῆ — νητρεκής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νητρεκής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νητρεκής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νητρεκές — νητρεκής masc/fem voc sg νητρεκής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νητρεκῶς — νητρεκής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

  • νητρεκίη — νητρεκίη, ἡ (Α) [νητρεκής] η αλήθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”