- νητρεκής
- νητρεκής, -ές (Α)πραγματικός, αληθινός.επίρρ...νητρεκῶς (Α)με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη-* + -τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku- «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω, στρεβλώνω»), βλ. και λ. ατρεκής].
Dictionary of Greek. 2013.